- νότος
- I
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Ηώς και του Αστραίου και η προσωποποίηση του νότιου ανέμου, που είναι θερμός και γεμάτος υγρασία. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του Βορέα και Ζέφυρο, δεν αναφέρεται σε κανέναν μύθο της εποχής.IIΠαράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) της Κέρκυρας.* * *ο (ΑΜ νότος)1. ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία τού ορίζοντα, που βρίσκεται προς τη διεύθυνση τού νότιου πόλου, διαμετρικά αντίθετο τού βορρά, κατά το οποίο τέμνεται ο ορίζοντας από τον μεσημβρινό τού τόπου, η μεσημβρία («φέρον ἀπ' ἄρκτον πρὸς μεσημβρίης τε καὶ νότου», Ηρόδ.)2. άνεμος ο οποίος πνέει από το παραπάνω σημείο τού ορίζοντα, ο νοτιάς, η όστρια3. ως κύριο όν. ο Νότοςθεότητα, προσωποποίηση τού νότιου ανέμου, που, όπως πιστευόταν, ήταν γιος τού Αστραίου και τής Ηούς («Βορέην τ' αἰψηροκέλευθον καὶ Νότον», Ησίοδ.)νεοελλ.ως κύριο όν.1. οι νότιες πολιτείες τών σημερινών ΗΠΑ ως χωριστή κρατική υπόσταση κατά τη διάρκεια τού αμερικανικού εμφύλιου πολέμου, σε αντιδιαστολή προς τον Βορρά, τις βόρειες πολιτείες2. χαρακτηρισμός τών λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομικά χωρών, κυρίως τής Ευρώπης, σε αντιδιαστολή προς τις πιο ανεπτυγμένες, τον Βορρά·[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η αναγωγή τής λ. σε ΙΕ ρίζα *(s)nәt- «ρέω, υγρασία» και η σύνδεσή της με λατ. nato «κολυμπώ», αρμ. nay «υγρός», με τα ρήματα νήχω*, νέω (Ι)* «κολυμπώ» και τη λ. νῆσος προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες.ΠΑΡ. νοτερός, νοτίζω, νοτινός, νότιοςαρχ.νοτίς, νοτόθεν, νοτόνδε, νοτώ, νοτώδηςαρχ.-μσν.νοτιαίοςμσν.νοτικός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. νοταπηλιώτης, νοτολιβικός. (Β' συνθετικό) αρχ. άνοτος, ευρόνοτος, λευκόνοτος, λιβόνοτος, ορθρόνοτος].
Dictionary of Greek. 2013.